κεράδικο

κεράδικο
το [κεράς (II)]
1. εργαστήριο κατασκευής κεριών
2. κατάστημα πώλησης κεριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”